περιπεπλεγμένας — περιπεπλεγμένᾱς , περιπλέκω twine perf part mp fem acc pl περιπεπλεγμένᾱς , περιπλέκω twine perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαφήγητος — εὐαφήγητος, ον, ιων. τ. εὐαπήγητος, ον (Α) ευκολοδιήγητος, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να διηγηθεί ή να περιγράψει («κράνεα περιπεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφηγούμαι] … Dictionary of Greek
μονόγραμμα — το αρχικά, γραφικό σύμβολο από ένα μόνο γράμμα, αργότερα σχεδίασμα ή σήμα που αποτελούνταν από δύο ή περισσότερα περιπεπλεγμένα γράμματα και το οποίο συμβόλιζε ένα όνομα ή ονοματεπώνυμο και χρησιμοποιούνταν σε επιστολόχαρτα, σφραγίδες κ.α.… … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
περιπεπλεγμέναι — περιπλέκω twine perf part mp fem nom/voc pl περιπεπλεγμένᾱͅ , περιπλέκω twine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)